- πολλαπλασιαζόμενος
- πολλαπλασιάζωmultiplypres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κεφαλικός — ή, ό (ΑΜ κεφαλικός, ή, ον) [κεφαλή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στο κεφάλι (α. «κεφαλική φλέβα» β. «κεφαλικός δείκτης» ο λόγος τού μέγιστου μήκους προς το μέγιστο πλάτος τής κεφαλής πολλαπλασιαζόμενος επί εκατό γ. «κεφαλικοὶ… … Dictionary of Greek
ρίζα — η / ῥίζα, ΝΑ, και ιων. τ. ῥίζη και αιολ. τ. βρίζα Α 1. βοτ. το κατά κανόνα υπόγειο τμήμα τού σώματος ενός φυτού, κύριες λειτουργίες τού οποίου είναι η στήριξη τού φυτού, η πρόσληψη από το έδαφος νερού και των διαλυμένων σ αυτό ανόργανων αλάτων,… … Dictionary of Greek
τετραγωνικός — ή, ό / τετραγωνικός, ή, όν, ΝΑ [τετράγωνος] αυτός που έχει σχήμα τετραγώνου, τετράγωνος νεοελλ. 1. μτφ. ακαταγώνιστος, ακαταμάχητος («τετραγωνικό επιχείρημα») 2. χημ. (για χαρακτηρισμό μιας μορφής υβριδίωσης) αυτή στην οποία συμμετέχουν τέσσερα… … Dictionary of Greek
φορολογικός — ή, ό / φορολογικός, ή, όν, ΝΜ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φορολογία (α. «φορολογικοί κατάλογοι» β. «ξυνεκύκας τὰ φορολογικὰ θηρία», Μιχ. Ακομ.) νεοελλ. φρ. α) «φορολογική απαλλαγή» (οικον.) η ολική ή μερική κατάργηση τής υποχρέωσης ενός… … Dictionary of Greek
αριθμητική — Ο κλάδος των μαθηματικών που μελετά τους φυσικούς αριθμούς: 1, 2, 3, 4... Η ενασχόληση με τους φυσικούς αριθμούς είναι τόσο παλιά όσο και ο άνθρωπος, η α. όμως ως επιστήμη είναι σχετικά νέα. Ως θεμελιωτής της α. μπορεί να θεωρηθεί o Πυθαγόρας,… … Dictionary of Greek